Κυριακή 20 Αυγούστου 2017

Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΑΡΓΑΡΙΝΗΣ

Όπως σε κάθε τόπο έτσι και στη Χλώρακα οι άνθρωποι ήταν προληπτικοί, πίστευαν σε διάφορες δοξασίες και φοβόντουσαν τις ανεράδες και τα φαντάσματα. Ήταν διαδώσεις που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα δημιουργώντας μύθους και ιστορίες. Ήταν εν σχεση με τις  Ανεραδες, τις λεγόμενες Νεράιδες, ή άλλως τις καλές κυράδες. Τις λέγανε παλιά Νηρηίδες, ύστερα νεράιδες, σήμερα Ανεράδες. Είναι συνήθως γυναίκες λεπτές, ψηλές, με μακριά ξανθά μαλλιά, ή ακόμα με πράσινα μάτια. Συχνάζουν σε διάφορα μέρη, αλλά περισσότερο τις βρίσκει κανείς μέσα στις θάλασσες και στις λίμνες.
Σ αυτό το διήγημα θα γράψω για μια Ανεράδα που έλεγαν ότι έζησε στον Καπυρό, μια περιοχή της Χλώρακας όπου τα παλιά χρόνια υπήρχε ένα λαγούμι από το οποίο ανέβλυζε αστείρευτο νερό. Είναι μια όμορφη ιστορία που την έλεγαν σαν παραμύθι οι παλιοί στα παιδιά τους για νανούρισμα.
Ήταν μια κόρη ψηλή και όμορφη, πλούσια και από μεγάλο σόι. Κατοικούσε σε ένα μεγάλο σπίτι και ο κύρης της της είχε δούλες να την περιποιούνται, και δούλους να την υπηρετούν. Την είχαν καμάρι οι γονιοί της, αλλά από την πολλή τους αγάπη, δεν της χαλούσαν χατίρι, τόσο ώστε αυτή εγινε μια ξιπασμένη κόρη που δεν καταδεχόταν τους ταπεινούς χωρικούς του χωριού της.
Είχε παρασυρθεί από την αλαζονεία της, συμπεριφερόταν υποτιμητικά σε όλους, τόσο  ώστε όλοι οι κάτοικοι  δεν την αγαπούσαν, την κατηγορούσαν, ίσως και να την μισούσαν. Το σπίτι της περιβαλλόταν από αμέτρητες σκάλες γης, στην δυτική μεριά είχε μια καταπράσινη μικρη όαση με ένα μικρό ρυάκι να τρέχει ολημερίς κι ολοχρονίς, χωρίς να στερεύει. Ανέβλυζε από κάτι βράχια, σχημάτιζε ένα μικρούτσικο καταρράκτη, και έπεφτε χάμω στη γη, σχηματίζοντας μια μεγαλη λίμνη, και ύστερα από κει έτρεχε και έφευγε κατά τη θάλασσα. Άρεσε πολύ στην κόρη αυτή η λίμνη, έτσι σχεδόν καθημερινά, πήγαινε εκεί με μια μικρη της δούλα για παρέα.
Η μικρη δούλα ήταν δυστυχισμένη γιατί η αφέντρα της την είχε σε βάσανα μεγάλα. Της θύμωνε και την έδερνε χωρίς λόγο, την τιμωρούσε αφήνοντας την νηστική, την είχε σαν παιχνίδι για να κάνει τα καπρίτσια της, έτσι νόμιζε και  πίστευε η ίδια. Δεν είχε που να παραπονεθεί, ανεχόταν όλα τα βάσανα, δεν τα άντεχε όμως, έτσι καθημερινά, από μέσα της καταριόταν την κακιά αφέντρα, και παρακαλούσε τις Ανεραδες να βγουν από τη λίμνη και να την πάρουν μαζί τους κάτω στον βυθό και να την πνίξουν.
Είχε ακούσει ιστορίες ότι ύστερα από τα μεσάνυχτα, κάποτε, έβγαιναν οι Ανεραδες από τη λίμνη και χόρευαν, κι αν υπήρχαν νιές κοπέλες εκεί, τις παράσερναν στο χορό, κι όταν κουράζονταν, έπεφταν στη λίμνη να ξεκουραστούν, παίρνοντας μαζί τους και αυτές.
Ήταν μια μέρα λίγες ώρες μετά τα μεσάνυχτα, ξύπνησε η δούλα από φωνες μέσα στο αρχοντικό που φωναζαν ανήσυχα και φοβισμένα. Ήταν οι αφέντες και οι άλλοι δούλοι, που ξεσηκώθηκαν και έψαχναν γιατί χάθηκε η κόρη του σπιτιού, είχε παει με το φεγγαρόφωτο στη λίμνη να σεργιανίσει, πέρασε η ωρα και δεν είχε γυρίσει. Για ώρες και για ημέρες έψαχναν όλοι στο χωριό να βρουν την κόρη, ο κύρης έταξε μεγαλη αμοιβή, αλλά αυτή δεν ανεβρέθει.
Και πέρασε ο καιρός, το αρχοντικό ντύθηκε στα μαύρα, κανείς δεν ξαναγέλασε, υπήρχε μια σιωπή σαν νεκρική σιγή, κανείς δεν μιλούσε στον άλλο, όλα ήταν μουντά και άραχνα.
Η μικρη δούλα ήταν σίγουρη ότι άκουσαν τις κατάρες της οι Ανεράδες και την πήραν μαζί τους. Στην αρχή χάρηκε, μα ύστερα όσο περνούσαν οι μέρες ένιωσε να της λείπει, το σπίτι ήταν άδειο και πεθαμένο χωρίς αυτήν, δεν υπήρχε χαρά, παρά μόνο λύπη. Κατάλαβε ότι δεν την μισούσε, παρά την αγαπούσε, και ίσως όταν της θύμωνε ή την έδερνε, να είχε δίκαιο. Ένιωσε τύψεις να την κυριαρχούν, μαράζωσε, την σκεφτόταν συνέχεια, δεν άντεχε άλλο, και ήταν ακόμα χειρότερα σαν έβλεπε τη μεγάλη θλίψη των νοικοκυραίων αφεντικών της.
Καποια μέρα δεν άντεξε, ήταν μεσάνυχτα με το φεγγάρι ολόγιομο, πήρε τη στράτα για τη λίμνη. Ήταν σίγουρη ότι θα έβγαιναν οι Ανεραδες, αυτή θα τις παρακαλούσε να φέρουν την κόρη πίσω. Σαν κόντεψε άκουσε γέλια και τραγούδια, ήταν οι Ανεραδες που χόρευαν. Πήγε κοντά τους και είδε την κυρά τους ανάμεσα τους, χαρούμενη να χορεύει και να τραγουδεί. Την πλησίασε και με κλάματα της εξήγησε για τον μεγάλο πόνο των γονιών της, των χωριανών της, και αυτηνής της ίδιας ακόμα. Την παρακάλεσε να επιστρέψει, αλλά η κόρη δεν ήθελε, περνούσε τόσο καλά μέσα στα νερά της λίμνης, ήταν καλύτερα μέσα παρά έξω.
Όμως ήταν τόσο μεγαλη η επιμονή και τόσο μεγάλος ο σπαραγμός της δούλας, που μια Ανεράδα όμοια με την Παναγία, την πλησίασε και της μίλησε. Ήταν φανερό πως ήταν η μεγάλη απ όλες Ανεράδα, άνοιξε το στόμα της και της είπε να πάρει την κόρη μαζί της, να την πάρει στους γονιούς της και στους χωριανούς της.

Έτσι εγίνηκε, πήγαν πίσω στο χωριό, η χαρά ήρθε πάλι στο αρχοντικό, και έστρωσε ο κύρης της τραπέζια με πολλά φαγητά για όλους τους χωριανούς, έκανε γλέντι τρικούβερτο για την επιστροφή της κόρης που κράτησε οκτώ ήμερες, και που δεν ματάγινε άλλη φορά σε ολόκληρη την Κύπρο, σε όλο τον αιώνα κατά πως λένε. Η κόρη από τότες άλλαξε, εγινε καλή και προσιτή σε όλο τον κοσμο, μιλούσε σε όλους ευγενικά, ήταν καλόκαρδη και τους βοηθούσε όλους. Είπαν κάποιοι που ήξεραν ότι εκεί που πήγε είδε και έμαθε πολλά, ώστε άγινε σοφή και φιλόσοφη όπως ένας παντογνώστης. Είδε τον κοσμο από άλλη όψη, άλλαξε το χαρακτήρας της και έβαλε σκοπό να αλλάξει με τη σειρά της όλα τα κακά πανω στη γη. Την έλεγαν Μαργαρινή, έζησε πολλά χρόνια ισα με χίλια, γέρασε, και μόνη έννοια είχε να βοηθεί τον κοσμο. Ήταν μια ευγενική μορφή που ύστερα από την περιπέτεια της Άγιασε, εγινε πάνσεπτη, και όλοι την σέβονταν και της φιλούσαν το χέρι. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου