Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ είναι ο μόνος που ονομάζεται
αρχάγγελος ή άρχων, δηλαδή είναι ο πρώτος των Αγγέλων. Ο Θεός τον κάλεσε να του
φέρει χώμα και νερό από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, έτσι έφτιαξε τον
άνθρωπο, ύστερα του εμφύσησε πνοή, αποκτώντας ζωή και πνεύμα. Και όλοι οι
άγγελοι δόξασαν τον θεό και θαύμασαν τον άνθρωπο, εκτός από τον προάγγελο τον
εωσφόρο ο οποίος σαν πνεύμα και φωτιά που είναι ο ίδιος, δεν μπορούσε να
τιμήσει το χώμα και το νερό, έτσι γι αυτό, αυτός και όλο το τάγμα του εξέπεσε
εκ του ουρανού. Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ φοβούμενος μην παρασύρει μαζί του κι
άλλες στρατιές Αγγέλων, κραύγασε -το στώμεν καλώς, στώμεν μετά
φόβου- Στην Αποκάλυψη δηλώνεται ότι ο Μιχαήλ και οι άγγελοί του
πολέμησαν με το δράκοντα και τους αγγέλους του, υπονοώντας τον εωσφόρο και τους
άλλους έκπτωτους. Λενε οι άνθρωποι, ότι οι Άγγελοι δεν κλαίνε. Λένε πάλι, ότι
από τον μεγάλο πόνο της πτώσης των αδερφών, από τον Μιχαήλ Αρχάγγελο κύλισε ένα
δάκρυ από το οποίο γεννήθηκε ένα Σεραφείμ, άλλοι λένε ένας Λύκος. Λένε ακόμη ότι
και το ουρλιαχτό των λύκων στην πανσέληνο θυμίζει κάτι από τον πολύ μεγάλο του
πόνο. Από τότε παρακολουθεί τον κοσμο, και με την ρομφαία του (είδος πλατιού
μεγάλου και αμφίστομου σπαθιού, στενό λογχοειδές πολεμικό όπλο σε σχήμα
δρεπάνης), όταν δεν αντέχει τις μεγάλες αμαρτίες, εξαπολύει σεισμούς και
καταιγίδες, είναι γι αυτό που οι λύκοι πριν από μεγάλα κακά που θα συμβούν,
ουρλιάζουν με λυπητερό κλάμα.
Μιχαήλ Αρχάγγελος ο
Αντιφωνιτής
Ήταν μια φορά ένας φτωχός άνθρωπος που δεν
μπορούσε να ζήσει την οικογένεια του, και απεφάσισε να ξενιτευτεί ώστε να εύρη
δουλειά να θρέψη την οικογένεια του. Πήγε σε ένα τοκογλύφο και ζήτησε δανεικά
τα οποία έδωσε στην οικογένεια του για να περάσει μέχρι αυτός να μπορέσει να
μαζέψει χρήματα. Όταν ύστερα από καιρό ο φτωχός άνθρωπος κατάφερε να μαζέψει το
ποσό του χρέους, τα έστειλε στον δανειστή του, αλλά αυτός απέκρυψε την εξόφληση
από την γυναίκα του φτωχού. Πέρασαν μερικά χρόνια και ο φτωχός οικογενειάρχης
επέστρεψε στο χωριο του. Βλέποντας ότι ο τοκογλύφος υποστήριζε ότι δεν έλαβε
ποτέ τα χρήματα, του ζήτησε να πάνε μπροστά από την εικόνα του Αρχαγγέλου
Μιχαήλ και να τον ρωτήσουν αν τα πήρε ή όχι. Στην ερώτηση που του έκαναν, ο
Αρχάγγελος αντιφωνώντας είπε ότι πράγματι ο τοκογλύφος πήρε πίσω τα χρήματα
του. Όσοι ήταν παρόντες αποθαύμασαν και ανεφώνησαν έκπληκτοι, «Ο
Αρχάγγελος αντιφώνησε». 'Έτσι λοιπόν ο Αρχάγγελος Μιχαήλ ονομάστηκε και
Αντιφωνιτής.
Το νυστέρι του Αρχάγγελου Μιχαήλ
Στο νησι της
Λεσβου στα πρωτα χρονια του Βυζαντίου υπηρχε μια αρχαια πολη ο Σένεκας, και εκει
κοντα είναι ένα μοναστήρι των Ταξιαρχών, πού ή ίδρυση του χάνεται στα βάθη των
αιώνων. Ήταν οχυρωμένο σαν κάστρο, και κανείς δεν μπορούσε να το πατήσει.
Κάποια χρονιά ένας άγριος πειρατής αποφάσισε πως ήθελε οπωσδήποτε να το
λεηλατήσει, να πάρουν οι ναύτες τους θησαυρούς, αυτός ήθελε μονο το Άγιο
Δισκοπότηρο να πίνει το κρασί του, γιατί ήταν φημισμένο για την περίτεχνη τέχνη
και ομορφιά που είχε. Έτσι μπήκαν πρώτα στην πόλη οι Σαρακηνοί, και ύστερα
ανηφόρισαν στο μοναστήρι. Κατάφεραν μπήκαν μέσα, έσφαξαν τους καλόγερους,
λεηλάτησαν τα ιερά και όσια, ήσαν έτοιμοι να φύγουν, ώσπου βλέπουν πανω στο
καμπαναριό να κρύβεται ένα καλογεράκι. Αρχίνησαν να τον περιπαίζουν, ήθελαν να
τον φοβίσουν και ύστερα να τον σκοτώσουν… Εκεί που ήσαν έτοιμοι να το κάμουν, άνοιξε
ο θόλος της εκκλησιάς, φάνηκε ο ουρανός, άνοιξε κι αυτός, και εφάνη ο
Αρχάγγελος Μιχαήλ με το σπαθί του, και κραδαίνοντας το όρμησε στους
αλλόθρησκους. Έμεινε το καλογεράκι άφωνο και εκστασιασμένο να παρακολουθεί, σε
λίγο κείτονταν όλοι στη γη με το κορμί χωρισμένο στα δύο, από το κεφάλι ισα με
τα σκέλια ως τα αρνιά που τα κόβει στα δυό ο χασάπης, και πανω σ αυτά έστεκε ο
Άρχοντας με την ρομφαία στο χέρι.
Αφού συνήρθε
από το μεγάλο θαύμα, το καλογεράκι παρακάλεσε τον Αρχάγγελο να τον αφήσει να
ζωγραφίσει την άγια του μορφή. Ο Άγιος δέχτηκε, και ο καλόγερος χωρίς να έχει
ξανά ζωγραφίσει στη ζωή του, πήρε αίμα από τους σκοτωμένους καλόγερους
και σχεδίασε την μορφή του σε τέλεια απόδοση, και με αποτελεσμα πρωτοφάνερο
έφτιαξε την εικόνα του, υπάρχει δε αυτή μέχρι σήμερα στο εικονοστάσι του
μοναστηριού και είναι θαυματουργή.
Είναι μια
πραγματική ιστορία που συνέβη, είναι γραμμένη σε πολλά βιβλία. Είναι γνωστό σε
όλο τον κόσμο ότι ο Αρχάγγελος με το σπαθί σαν άλλος Ιησούς Χριστός κάνει
αμέτρητα θαύματα, ή ακόμη τιμωρεί εάν αυτό χρειαστεί.
Πρόσφατα
στην Χλώρακα μια γυναίκα ονομαστικά, μου κατέθεσε την Θεϊκή παρέμβαση του
Αρχάγγελου στη ζωή της όταν είχε παρουσιαστεί όγκος στο κορμί της και
χρειαζόταν εγχείρηση. Μου ανέφερε ότι πήγε να προσευχηθεί στην εκκλησία του
Αρχαγγέλου Μιχαήλ στη Χλώρακα, και μέσα στην θρησκευτική κατάνυξη, της
ήρθε θεόσταλτη ιδέα να πάει για προσκύνημα στο μοναστήρι των Ταξιαρχών στο
Σένεκα της Λέσβου. Σαλπάρισε με ένα πλοίο, πήγε εκεί, και παρακάλεσε τον
Αρχάγγελο κλαίγοντας να αφαιρέσει με το σπαθί του τον όγκο που είχε στο
κορμί της. Στις εξετάσεις που έκανε ύστερα, ο όγκος είχε εξαφανιστεί σαν
που τον είχαν κόψει με μαχαίρι, είπαν οι γιατροί. Η θεραπευμένη γυναίκα εξηγεί
το φαινόμενο στην τέχνη που έχει ο Αρχάγγελος να χειρίζεται το σπαθί εκτός από
πολεμικό εργαλείο για να σκοτώνει τους εχθρούς της πίστης, και σαν νυστέρι στα
χέρια επιδέξιου γιατρού.
Λέγει ότι
ακόμη εκεί που πήγε έμαθε ότι όταν κάποιος αδυνατεί να επισκεφτεί τη Μονή,
μπορεί από οποιοδήποτε μέρος χώρας ή ωκεανού, ή από λιμάνι ή από πλοίο που
βρίσκεται στα ανοιχτά, να πετάξει μπουκάλι στη θάλασσα με μια ευχή γραμμενη σε
χαρτί, και αυτό θα καταλήξει στις ακτές του νησιού, οι κάτοικοι θα το
περιμαζέψουν, και θα πάρουν το τάμα στην εικόνα του Αγίου. Είδε τα τάματα η
ιδία με τα μάτια της, έτσι γι αυτό λέει σε όλους, αν με πραγματική πίστη
προσευχηθούν και στείλουν τάμα ή ευχή, το θαύμα ισως γίνει.
Διήγηση από έναν περιηγητή:
Στην Πρέβεζα όπου υπηρετούσα το 1947 η μονάδα μου ήταν κοντά στη θάλασσα,
πήγα μια ημέρα με ένα φίλο μου να κάνουμε μπάνιο. Πήραμε μια βάρκα, ανοιχτήκαμε
βαθιά, φουντάραμε την άγκυρα και κάναμε ηλιοθεραπεία.
Κάποια στιγμή ο φίλος μου ήθελε να κολυμπήσει, όταν έπεσε δεν ήξερε καλά
κολύμπι και ζήτησε βοήθεια, εγώ νέος και καλός κολυμβητής δεν πήγα με τη βάρκα,
αλλά έπεσα να τον βγάλω μη γνωρίζοντας ότι σ’ αυτό το σημείο έκανε ρεύμα.
Προσπαθώντας να φτάσω τη βάρκα, μας έπαιρνε το ρεύμα στην αντίθετη κατεύθυνση.
Κάποια στιγμή, 200 μέτρα από τη βάρκα, οι δυνάμεις μας εγκατέλειπαν, ο φίλος
μου δεν με άφηνε, αρχίσαμε να βουλιάζουμε, σκέφτηκα να μην πνιγούμε και οι δύο
και τον ρώτησα αν μ’ αφήνει να φύγω και να φέρω τη βάρκα, μη γνωρίζοντας τον
κίνδυνο με άφησε (δεν είχε επίγνωση του κινδύνου), προσπάθησα να πλησιάσω τη
βάρκα αλλά ήταν αδύνατον, η απόσταση ήταν μεγάλη και οι δυνάμεις λίγες, με τη
σκέψη ότι ο φίλος μου πνίγεται οι δυνάμεις μου με εγκατέλειψαν, έκανα τον
σταυρό μου φωνάζοντας το όνομα του Μιχαήλ Αρχάγγελου.
- Άγιε μου Αρχάγγελε! Σώσε με! άφησα το φίλο μου να πνιγεί.
Αυτή τη στιγμή νιώθω ένα χέρι να μ’ αρπάζει και να με ρίχνει μέσα στη βάρκα
στην οποία ήταν ήδη μέσα ο φίλος μου. Λιποθύμησα και μέχρι σήμερα δεν γνωρίζω
πώς σώθηκα. Το αποδίδω σε θαύμα του Μεγάλου Αγίου που δεν με εγκατέλειψε ποτέ.
Έτσι κάθε φορά όπου και αν βρίσκομαι, επισκέπτομαι και προσκυνώ τις
εκκλησιές του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Είμαι Αρχαιολόγος, επισκέφτηκα την Κύπρο και
κατέληξα στην Πάφο που είχε φήμη ότι είχε πολλές αρχαιότητες, σε μια μου
περιήγηση, επισκέφτηκα το παρεκκλήσι του Μιχαήλ Αρχάγγελου στη Χλώρακα.
Το Εκκλησάκι ήταν μικρό, γραφικό και κάτασπρο, όμως όσες φορές περνούσα από
μπροστά κάθε μέρα το έβρίσκα κλειστό. Οι μέρες περνούσαν και την Κυριακή που
ήταν η εορτή της ανάμνησης του «εν Χώναις θαύματος» του Αρχιστράτηγου
Μιχαήλ, θα ερχόταν πίστευα ο ιερέας να λειτουργήσει. Όμως το εκκλησάκι
παρέμεινε κλειστό αυτή την Κυριακή. Δεν είχα πια ελπίδα ότι θα προσκυνούσα την
εικόνα του Αρχαγγέλου στο εκκλησάκι του και είχα παράπονο.
Την επόμενη μέρα το απόγευμα, λίγο προτού δύσει ο ήλιος, ένοιωσα την
παρόρμηση να πάω πάλι μια βόλτα στο εκκλησάκι, μήπως το βρώ ανοικτό.
Πραγματικά είδα από μακριά την πόρτα ανοικτή και βρήκα μέσα μια γυναίκα που
θύμιαζε και έναν άντρα που διάβαζε την Παράκληση στον Αρχάγγελο. Φίλησα την
εικόνα του Άρχοντα Μιχαήλ και όταν τελείωσε η Παράκληση, άρχισε η γυναίκα να
μου διηγείται την ιστορία της εικόνας.
Η εικόνα λοιπόν αυτή ανήκε σε κάποιον πλουσιο βοσκό και την είχε
παραγγείλει στο Άγιο Όρος για να την τοποθετήσει στο σπίτι του. Όταν πούλησε το
σπίτι δεν του την έδιναν πίσω οι νέοι ιδιοκτήτες. Οπότε ο Αρχάγγελος
παρουσιάστηκε στους νέους ιδιοκτήτες και τους ζήτησε να πάνε την εικόνα στο
χωριό διότι όταν ο παλιός ιδιοκτήτης ήταν νέος, σώθηκε από βέβαιο πνιγμό
με την επίκληση του Άρχοντα Μιχαήλ. Οι νέοι ιδιοκτήτες την έδωσαν πίσω, και ο
βοσκός την τοποθέτησε στο εικονοστάσι, όπου ευρίσκεται από πολλά χρόνια
Μιχαήλ Αρχάγγελος (28/3/2011)
Ήταν αγουροξυπνημένος και κατσούφης,
είχε μέσα του μια ανησυχία και ένα φόβο ότι κάτι θα συνέβαινε. Ήταν στην Αθήνα
για δουλειές, ύστερα από μια κουραστική ημέρα και από ένα μακρύ νυχτερινό ύπνο
κοντά στο μεσημέρι χτύπησε το τηλέφωνο του.
Σκέφτηκε να
μην απαντήσει, είχε ένα προαίσθημα σαν το ένστικτο του να τούλεγε κάτι κακό θα
συνέβαινε. Είχε μια νευρικότητα, μια αδυναμία τον κυρίευσε και αισθανόταν το
μυαλό του μαγκωμένο, νόμιζε ήταν από τη κούραση. Το πρόβλημα όμως ήταν ότι αυτή
την ανησυχία την είχε ξανανιώσει στο παρελθόν, έτσι περίμενε να έβγαινε
αληθινή, ήξερε θα έρχονταν κακά μαντάτα.
Άνοιξε το
τηλέφωνο και έμαθε τα κακά νέα. Η κόρη του είχε ατύχημα και έπρεπε να τρέξει, η
κατάσταση της ήταν κρίσιμη. Έπεσε από τη σκάλα και χτύπησε στο κεφάλι. Καθώς
ανέβαινε την ξύλινη σκάλα του σπιτιού κρατώντας στα χέρια της ένα φλιτζάνι με
καυτό τσάι το οποίο κάποια στιγμή χύθηκε και από τον φόβο της να μην πέσει πάνω
της και καεί, έκανε μια αδέξια κίνηση και έχασε την ισορροπία της.
Κατρακυλώντας έπεσε κάτω χτυπώντας πολύ δυνατά στο πίσω μέρος του κεφαλιού.
Γεμάτος
ανησυχία και φόβο ανέβηκε σ ένα αεροπλάνο να γυρισει πισω. Ύστερα από ένα
ταξίδι όλο αγωνία που κόντευε να τον τρελάνει, έφτασε στο αεροδρόμιο, πήρε το
αυτοκίνητο του και έτρεξε στο Νοσοκομείο. Εκεί βρήκε όλη την οικογένεια,
έτρεξαν κοντά του και τον ενημέρωσαν. Οι γιατροί τους πληροφόρησαν ότι ήταν
τόσο σοβαρή η κατάσταση, πού δεν άφηνε καμιά ελπίδα, παρά μόνο αν αποφάσιζε
άλλως πως ο Θεός.
Σε μια
στιγμή ο άτυχος πατέρας βλέπει τον γιατρό να βγαίνει, ήταν γνωστός του και
έτρεξε κοντά του. Αυτός άρχισε να του εξηγεί με επιστημονικούς όρους ότι η
κατάσταση ήταν πάρα πολύ κρίσιμη, οπότε τον διακόπτει και τον ερωτά,
- Δηλαδή,
τελειώνει;
Ο γιατρός
δεν απάντησε, κούνησε απλώς καταφατικά το κεφάλι του. Έμεινε σαν χαμένος,
έβλεπε τη μάνα να οδύρεται και να σπαράζει, άκουε τους άλλους και αυτοί να
κλαίνε σαν χορός σε αρχαία τραγωδία, ένιωθε να μην υπάρχει πάτωμα στα πόδια του
και το νου του να μην μπορεί να σκεφτεί.
Τότε
αισθάνθηκε μία φωνή μέσα του:
-Προσευχήσου,
προσευχήσου.
Τί προσευχή
να κάνει; Δεν ήξερε. Δεν είχε σχέση με την Εκκλησία. Αλλά η φωνή συνέχιζε να
τον παρακινεί
-Προσευχήσου,
προσευχήσου.
Προχώρησε
και βγήκε στο μπαλκόνι μέσα στο σκοτάδι της νύχτας που άρχισε να πέφτει, και
ασυναίσθητα άρχισε να παρακαλεί και να λέει λόγια που δεν
θυμόταν ύστερα, αλλά που ήταν λόγια προσευχής για να γιάνει το παιδί
του…
…Και εγινε το θαύμα. Ένιωσε μέσα του ο Θεός να τον πληρώνει με το Άγιο
Πνεύμα του, ένιωσε να είναι κάπου αλλού όπου δεν υπήρχε ούτε χρόνος, ούτε
χώρος. Γύρισε το βλέμμα του στα πέρατα του σκοταδιού σίγουρος ότι θα αντίκριζε
το πρόσωπο του Θεού, και βλέπει
μια λάμψη στο βάθος του ουρανού και ένιωσε να τον χτυπά στα μάτια ένα
εκτυφλωτικό φώς που τον πονούσε και παρακαλούσε μέσα του να σβήσει. Ύστερα σιγά
σιγά το εκτυφλωτικό φώς απομακρύνθηκε και στη θέση του φάνηκε μια οπτασία να
στέκει στον αέρα, και να περπατά προς το μέρος του. Ταυτόχρονα ένιωσε μια αύρα
να έρχεται από τα αντίπερα βουνά, και σαν γλυκιά ζεστασιά να τον λούζει και να
τον προσπερνά…
Όταν συνήρθε
θυμόταν ξεκάθαρα την γλυκεία μορφή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ –ήταν η μορφή
ολόιδια με την εικόνα του Αγίου στο παρεκκλήσι της γειτονιάς του-, θυμόταν ότι
του είχε μιλήσει εσωτερικά με τη σκέψη, αλλά χωρίς λόγια, και αισθανόταν να
έχει κυριευτεί με ηρεμία, δεν φοβόταν για το παιδί του, ήξερε ότι όλα θα
πήγαιναν καλά. Ένιωσε την αύρα που τον προσπερνούσε να φεύγει προς το μεριά που
ήταν το παιδί του και ήξερε ότι ήταν η πνοή του Αρχάγγελου που θα θεράπευε τη
μονάκριβη του κόρη.
Γύρισε πίσω
στο διάδρομο που ήταν οι άλλοι συγγενείς και τους είπε να σταματήσουν να κλαίνε
γιατί ο Αρχάγγελος Μιχαήλ έκαμε το θαύμα του, τον επισκέφτηκε και έφερε πίσω τη
ζωή της μικρής του κόρης και τώρα ήταν καλά. Τους κάλεσε, και όλοι μαζί μπήκαν
στο δωμάτιο της και την βρήκαν να κάθεται στο κρεβάτι ολο υγεία και ζωντάνια.
Το Αγίασμα του
Αρχάγγελου και η σπηλιά του Δράκου
Ο μεσαιωνικός χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς στο βιβλιο του «Εξήγησις τής
γλυκείας χώρας Κύπρου», ή « Κρόνακα τουτέστιν Χρονικόν», γραφει: O μέγας
Κωνσταντίνος μετά το βαπτιστήναι είδεν, ότι η δική μας χώρα η Κύπρος έμεινεν
χωρίς τινάν χρόνους 36, διατί εγίνην πείνα μεγάλη απού αβροχίαν, και ούλη η
σπορά εχάθηκεν και η πείνα εγίνη μεγάλη, και ούλα τα νερά των βρύσων εξεράναν,
και επηγαίνναν οι ανθρώποι απού τόπον εις τόπον με τα κτηνά τους να εύρουν
νερόν, να ζήσουν και τα κτηνά τους και ούλα εστεγνώσαν και λάκκοι και βρύσες,
και αφήκαν την πανθαύμαστην Κύπρον και επεράσαν ωδά και εκειά όπου πασαείς
ηύρεν ανάπαυσιν και το νησσίν έμεινεν χωρίς τινάν χρόνους 36.
Οι τοπικοί θρύλοι και δοξασίες δεν αναφέρουν σχεδόν τίποτε για τη σπηλιά
του δράκου, αλλά όσοι είναι μεγάλοι σε ηλικία θα την ενθυμούνται με το
τοπωνύμιο Αγίασμα του Αρχαγγέλου. Λένε πως πήρε το όνομά της από ένα δράκο που
ζούσε βαθιά μέσα στη σπηλιά, άγρυπνος φρουρός ενός αμύθητου θησαυρού. Η Σπηλιά
του Δράκου βρισκόταν στο χαμήλωμα μετά το εκκλησάκι του Αρχάγγελου Μιχαήλ προς
τη μερια του Νότου. Είχε υπόγεια λαγούμια που χάνονταν στα βάθη της γης, και το
νερό ανέβλυζε αστείρευτο και πότιζε όλο τον κάμπο μέχρι τη θάλασσα.
Πριν πολλούς αιώνες στη Κύπρο είχε συμβεί μεγάλη πείνα εξαιτίας
παρατεταμένης ανομβρίας που κατέστρεψε όλη τη σπορά. Και η πείνα ήταν μεγάλη,
όλα τα νερά των πηγών σταμάτησαν, κι οι άνθρωποι εμετακινούντο από τόπο σε τόπο
μαζί με τα ζώα τους για να βρουν νερό και να ζήσουν. Κι όλα είχαν στεγνώσει και
πηγάδια και πηγές, και οι άνθρωποι εγκατέλειπαν τους τόπους τους και
έφευγαν προς τα εκεί και προς τα εδώ, για να αγοράσουν λίγα τεράτσια ως τροφή
για τα ζώα αλλά και για τους ίδιους, όμως και αυτά δεν αρκούσαν, έτσι που οι
άνθρωποι έκαναν επιδρομές κατά αλλήλων, δηλαδή οι μεν στρέφονταν εναντίον των
δε.
Σε κάποιο μέρος της περιοχής της Πάφου ζούσε ένας άνθρωπος που όλοι του
είχαν εκτίμηση για την καλοσύνη και τη μόρφωση του, και πολλοι πίστευαν ότι
είχε επιφώτηση από το Θεό. Μια ημέρα παρουσιάστηκε στον ύπνο του ο Αρχάγγελος
Μιχαήλ και του είπε να καλέσει τους ανθρώπους, και όποιοι τον ακολουθήσουν θα
τους έπαιρνε σε τόπους χλοερούς με αστείρευτο νερό ώστε να ζήσουν καλύτερα.
Έτσι έκαμε ο Άγιος άνθρωπος, ακολούθησε τον Αρχάγγελο και με τους ανθρώπους
έφτασαν στην περιοχή της Χλώρακας. Μέσα σε μια λαξιά είδαν να τρέχει λίγο νερό,
έσκαψαν και άνοιξαν μια σπηλιά όπου μέσα βρήκαν υπόγεια λαγούμια με αστείρευτο
νερό που έτρεχε και χανόταν στα έγκατα της γης. Οδήγησαν το νερό προς τα έξω
και πότισαν τη γη, και φύτεψαν όλο τον κάμπο μέχρι τη θάλασσα, έσπειραν,
θέρισαν, αλώνισαν, μάζεψαν τις σοδειές, είχαν να φάνε και να πιούν. Έφτιαξαν
ένα συνοικισμό με αρχηγό τον Άγιο άνθρωπο που τους καθοδηγούσε, ήσαν όλοι
αγαπημένοι αναμεταξύ τους και όλοι περνούσαν καλύτερα από πριν…
Τα χρόνια περνούσαν και η ανομβρία συνεχιζόταν. Ο πληθυσμός σε όλη την
Κύπρο εξόν από το συνοικισμό στη Χλώρακα, υπέφερε αφού διψούσε και πεινούσε. Οι
περισσότεροι άνθρωποι εγκατέλειψαν τη Κύπρο καταφεύγοντας στις γειτονικές
χώρες. Οι άλλοι που έμειναν μετανάστευαν από τόπο σε τόπο διαβιώντας με πολλη
δυσκολία. Ο ένας σκότωνε τον άλλο, οι αδύνατοι κρύβονταν από τους δυνατούς,
είχε καταντήσει ο τόπος να κατοικείται από άναρχους και ληστές. Ήταν μια
παρατεταμένη ανομβρία που κράτησε πολλά χρόνια, όλοι οι τόποι ξεράθηκαν και
ερήμωσαν.
Στο καταπράσινο συνοικισμό κανείς δεν ένιωθε δίψα ή πείνα, το νερό ήταν
αρκετό και οι φυτείες παραγωγικές. Οι άνθρωποι έκτισαν σπίτια με αυλές και
λουλούδια, δημιούργησαν νόμους, έκτισαν εκκλησία και ο παπάς ο Άγιος Άνθρωπος,
επίλυε όποια προβλήματα υπήρχαν κατά καιρούς ανάμεσα των πολιτών…
Τα καλά πράγματα όμως διαρκούνε λίγο λέγεται, έτσι εσυναίβει το ίδιο,
άναρχοι ληστές που στο πέρασμα τους κατέφευγαν σε κλεψιές, αρπαγές,
αιματοχυσίες και άδικους φόνους, και πολλά χωριά τα άφηναν ερείπια παραδίδοντάς
τα στις φλόγες αφού πρώτα λεηλατούσαν τους κατοίκους και τους έδιωχναν ή τους
σκότωναν αφήνοντας παντού ερήμωση, έτσι και σε αυτό το πέρασμα τους, σκότωσαν
και λήστεψαν όλους τους κατοίκους του μικρού συνοικισμού. Βίασαν τις γυναίκες,
έσφαξαν τα παιδιά και κρέμασαν τον παπά σε μια μεγάλη τρεμιθιά. Αφου μάζεψαν το
πλιάτσικο σε ένα γουνάρι και αφου γιόρτασαν την επιτυχία τους, αποφάσισαν και κατοίκισαν
οι ιδιοι τον συνοικισμό, διοτι σκέφτηκαν ότι ο κάμπος ήταν εύφορος και το νερό
αστείρευτο…
Απο τη φρίκη της σφαγής γλίτωσε μια κόρη με τον μικρότερο αδελφό της που
κρύφτηκαν μέσα σε ένα θάμνο και φοβισμένοι παρακολουθούσαν τις επαίσχυντες
πράξεις των ληστών. Περίμεναν τη νύχτα, και όταν οι ληστές άναψαν φωτιές και
κάθισαν γυρω πίνοντας και διασκεδάζοντας την επιτυχία τους, έφυγαν κρυφά και
κατέφυγαν στα βουνά της Τάλας όπου και κρύφτηκαν. Σαν τις άγριες αλεπούδες
κατοίκησαν μέσα σε άβατα βάτα και σπηλιές, και με εξορμήσεις σε μάντρες και
περβόλια, έκλεβαν τροφή και άλλα χρειαζούμενα έτσι που να μην πεθάνουν από τη
πείνα…
Τα χρόνια πέρασαν, ο μικρός μεγάλωσε και εγινε ένας σπουδαίος ξακουστός
ληστής, είχε μάθει την τέχνη από μικρός με το δυσκολο τρόπο. Στις επιδρομές του
καμιά φορά δεν σκότωνε, έκλεβε μονο από πλούσιους, και πολλές φορές βοηθούσε
τους φτωχούς.
Ποτέ του δεν ξέχασε τους άτιμους ληστές που σκότωσαν με απάνθρωπο τρόπο
τους δικούς του ανθρώπους. Το είχε σκοπό να εκδικηθεί, αλλά περίμενε να έρθει ο
καιρός, και όταν η ήρθε, κατέβηκε στη χαμηλή περιοχή, κρύφτηκε σε σπηλιές και
στήνοντας καραούλι σκότωσε ένα ένα όλους τους κατοίκους του καταπράσινου
συνοικισμού. Δεν άφησε κανένα ζωντανό. Ήταν μια σφαγή χωρίς όρια που άφησε
κατάπληκτο όλο τον υπόλοιπο πληθυσμό, γιατί εγίνηκε με άγριο τρόπο και πολύ
μίσος, χωρίς λύπηση για γυναίκες νεαρές, ή έγκυες ή γριές, ούτε για μικρά
παιδία, ή ανήμπορους και ανυπεράσπιστους γέρους. Ύστερα ανατίναξε με δυναμίτη
τη σπηλιά απ όπου έτρεχε το νερό, το νερό σταμάτησε να τρέχει, και ο κάμπος
ξέρανε και έγινε οπως παλιά, μια έρημη περιοχή.
Η σφαγή ήταν μεγάλη και το μακελειό τόσο, που ο κόσμος έφτιαξε ιστορίες και
θρύλους, έλεγαν για κρυμμένους θησαυρούς μέσα στη σπηλιά που χάλασε, και για
ένα δράκο που κατοικούσε εκεί, εννοώντας ίσως τον φοβερό ληστή που έσφαξε όλους
τους κατοίκους.
Ύστερα από πολλά χρόνια άρχισε να αναβλύζει λίγο νερό, είπαν ήταν Αγίασμα,
ήταν αρκετό όμως για να ποτίζονται λίγα περβόλια που ήταν δίπλα. Βλάστησαν
πολλές βελανιδιές και δρύες, ενώ πολλοι κάτοικοι ενώ όργωναν βρήκαν αρχαίους
τάφους που είχαν μέσα πλούσια ευρήματα, σημάδι της μεγάλης ακμής που είχαν οι
παλιοί κάτοικοι της περιοχής. Ο τελευταίος ιδιοκτήτης του νερού ήταν ο
Αγαθοκλής Μαρτέζος. Η περιοχή αγοράστηκε από πλούσιους επιχειρηματίες και στη
δεκαετία του 1990 κτίστηκε με διαμερίσματα, αφου πρώτα διοχέτευσαν το τρεξιμιό
νερό πίσω στη γη όπου και χάθηκε προς το παρών…
Μια λυπητερή Ιστορία
Ο Άη Νικόλας ήταν για
τις ψυχές πρώτα, να τις παίρνει. Αλλά ο Άη Νικόλας πονούσε να τις παίρνει και ο
Θεός έβαλε τον Αρχάγγελο Μιχάλη. Είχανε στείλει τον Άη Νικόλα να πάρει τη ψυχή
ενός νέου. Εκείνος όμως εσυμπονούσε και πήρε τη ψυχή μοιανού γερόντου αντί του
νέου. Γι αυτό ο Θεός τον έβγαλε από τη θέση και έβαλε το Μιχαήλ που ήτανε πιο
σκληρός.
Μια ιστορία
λέει ότι σε ενα μέρος, στον «Καπυρό», τις τελευταίες μέρες του Ιούλη και τις
πρώτες του Αυγούστου όταν υπάρχει άπνοια και αυξημένη υγρασία στην ατμόσφαιρα,
σκιές με μορφή ανθρώπων εμφανίζονται με την ανατολή του ήλιου να προχωρούν και
να χάνονται στη θάλασσα. Ο «Καπυρός» είναι ένας τόπος που περιβάλλεται
στα βορειανατολικά από ψηλούς πέτρινους γκρεμούς, λίγο ψηλότερα από τη θάλασσα
της Χλώρακας. Κατά το γέρμα του ήλιου που οι αχτίνες του χτυπούν ολόισια τη
περιοχή, οι θερμοκρασίες είναι πολύ μεγάλες και ο τόπος ζεστός όπως να υπάρχει
αναμμένη πυρά, είναι γι αυτό και η ονομασία «Καπυρός». Μέσα σε όλη τη ξεραΐλα υπάρχει
λαγούμι που τρέχει νερό από τα αρχαία χρόνια, παλιά σχημάτιζε μια λίμνη με
πυκνή βλάστηση γύρω, και έλεγαν ότι εκεί ζούσαν Ζώθκια και Ανεράδες.
Τα χρόνια της Οθωμανοκρατίας οι Τούρκοι καταπίεζαν άγρια τους κατοίκους σε
σημείο που οι περισσότεροι Έλληνες μετατράπηκαν δουλοπάροικοι τους. Η φτώχεια
ήταν πολύ μεγαλη, ώστε πολλοι άνδρες που είχαν όμορφες γυναίκες έκαναν πως δεν
καταλάβαιναν όταν οι Τούρκοι τις καλούσαν για δουλειά. Πολλές επίσης γυναίκες
δεν αρνούνταν κάποιες επισκέψεις Τούρκων στα σπίτια τους. Όλα συνέβαιναν με
σιωπή ανοχής και οι άνδρες χωρίς τιμή πλέον, χωρίς να ψηλώνουν το κεφάλι,
έμεναν σιωπηλοί.
Ήταν δυο αδερφές με τον μικρότερο εδερφό τους που έμεναν σε μια κάμαρη, και
δυο άτιμοι Τούρκοι τις επισκέπτονταν επιδεικτικά όποτε γούσταραν εκθέτοντας τες
σ όλη την κοινωνία χωρίς να νοιάζονται. Ο μικρότερος αδερφός δεν μπορούσε να
αντιδράσει, κανείς δεν τον βοηθούσε να σταθεί εμπόδιο τους και να προστατέψει
τις αδερφές του. Ώσο περνούσε ο καιρός τον έτρωγε το άχτι, δεν μπορούσε άλλο να
αντέξει το ρεζίλεμα, χτίκιασε, αποφάσισε πήγε στον «Καπυρό» και κρεμάστηκε σ
ένα δένδρο.
Τα νέα ταξίδεψαν σαν αστραπή, πήγαν μακριά, άκουσε τα κακά μαντάτα ο
Κωνσταντάς που ζούσε μακριά στα ξένα και ήταν θείος του μικρού παιδιού , ήταν
αδερφός της μάνας του. Ήταν παλικαράς ανίκητος, χωρίς φόβο στην καρδιά, ούτε οι
Τούρκοι δεν τα έβαζαν μαζί του. Του κόλλησαν το όνομα Κωσταντάς γιατί έμοιαζε
με το Ρήγα Διγενή Κωσταντά, ήταν ανδρείος σαν και αυτόν. Σαν τόμαθε λοιπόν θυμώθηκε,
καβαλίκεψε το άλογο του και κίνησε να επιστρέψει να πάρει εκδίκηση και να
τιμωρήσει τους αίτιους του κακού, έτσι όπως άρμοζε να κάμει.
Το έμαθαν τα Τουρκιά, πολύ φοβήθηκαν, αποφάσισαν να στήσουν ενέδρα και να
σκοτώσουν δόλια τον παλικαρά. Κρύφτηκαν στο «Καπυρό» και όταν περνούσε ο
Κωσταντάς μπαμ, τον πυροβόλησαν ταυτόχρονα, και με δυο σφαίρες στο κεφάλι έπεσε
νεκρός. Χαρούμενοι για την εύκολη νίκη τους, με περισσό θράσος πήγαν στο χωριό,
είπαν τα μαντάτα και διέταξαν να μην τον θάψει κανένας, να τον αφήσουν να τον
φάνε οι σκύλοι και τα άγρια θηρία.
Έτσι λοιπόν άδοξα τέλειωσε η ιστορία του Κωνσταντή με τέλος τραγικό που δεν
άρμοζε για τη μεγαλη του φήμη, και χειρότερα απ όλα τον άφησαν άταφο όπως ένα
σκύλο, όπως ένα ψοφίμι. Έμεινε άταφος για πολλές μέρες, ώσπου ο Αρχαγγελος
Μιχαήλ δεν άντεξε το άδικο, φύσηξε δυνατό άνεμο κι έφερε την άμμο από την
παραλία και τον σκέπασε.
Πολλές φορές στα μέσα του καλοκαιριού, μες το χάραμα του φού και στην ανατολή του ήλιου, πολλοί ισχυρίζονται ότι έχουν δει σκιές να περιφέρονται, κάποιοι λένε ότι πρόκειται για αντικατοπτρισμό που οφείλεται στη διάθλαση των ηλιακών ακτίνων ανάμεσα των φυλλωμάτων και της νοτιάς. Πολλοί που τις παρατήρησαν είπαν ότι είναι ζώθκια, δηλαδή ξωτικά που περιφέρονται ανήσυχα. Οι κάτοικοι έφτιαξαν θρύλους και ιστορίες, άλλοι είπαν είναι αληθινοί, ενώ άλλοι τους αμφισβητούν. Κάποιοι λενε είναι οι ψυχές του μικρού αδερφού και του παλλικαρα Κωσταντά που δεν βρίσκουν αναπαμό και περιφέρονται στον τόπο που άφησαν την πνοή τους γυρεύοντας εκδίκηση.
Πολλές φορές στα μέσα του καλοκαιριού, μες το χάραμα του φού και στην ανατολή του ήλιου, πολλοί ισχυρίζονται ότι έχουν δει σκιές να περιφέρονται, κάποιοι λένε ότι πρόκειται για αντικατοπτρισμό που οφείλεται στη διάθλαση των ηλιακών ακτίνων ανάμεσα των φυλλωμάτων και της νοτιάς. Πολλοί που τις παρατήρησαν είπαν ότι είναι ζώθκια, δηλαδή ξωτικά που περιφέρονται ανήσυχα. Οι κάτοικοι έφτιαξαν θρύλους και ιστορίες, άλλοι είπαν είναι αληθινοί, ενώ άλλοι τους αμφισβητούν. Κάποιοι λενε είναι οι ψυχές του μικρού αδερφού και του παλλικαρα Κωσταντά που δεν βρίσκουν αναπαμό και περιφέρονται στον τόπο που άφησαν την πνοή τους γυρεύοντας εκδίκηση.
Η νεκρανάσταση
Για τον Μιχάλη
ή Χάρο, λένε πως είναι κουφός και δεν ακούει κλάματα και θρήνους. Η παράδοση λέει πως κάποτε ο Θεός τον έστειλε να πάρει την ψυχή μιας
ετοιμοθάνατης πολυμελίτισσας μάνας. Ο Χάρος πήγε ως εκεί, αλλά ακούγοντας τα
κλάματα των μικρών παιδιών της τα λυπήθηκε και γύρισε στο Θεό, χωρίς την ψυχή
της άρρωστης μάνας. Ο Θεός τον ξανάστειλε κι αυτός ξαναγύρισε πάλι με τα χέρια
άδεια. Τότε ο Θεός όταν είδε κι αυτή τη φορά να παραβιάζει την εντολή του, τον
χτύπησε στ' αυτιά κι ο Μιχαήλ Αρχάγγελος ή Χάρος έχασε αμέσως την ακοή του. Κι
από τότε δεν λυπάται κανέναν γιατί δεν ακούει. Έτσι παίρνει ασυγκίνητος τις
ψυχές και τις πάει στον Άναρχο.
Την ιστορία αυτή μου την έλεγε η στετέ μου όταν ήμουν μικρός, ως θρύλο που
και αυτή την ήξερε από τη δική της στετέ. Στις αρχές του 19ου αιώνα
πέθανε μια νέα κοπέλα μοναχοκόρη που την έλεγαν Στασού. Ήταν μόλις 17 χρονών
και από φτωχή οικογένεια. Στα καλά του καθουμένου σαν μαγείρευε για τον κύρη
και την μάνα της που ήρθαν κουρασμένοι από τα χωράφια, ξαφνικά έπεσε κάτω
πεθαμένη.
Οι γονιοί και οι συγγενείς μαράζωσαν και έκλαιγαν πολύ και η μάνα παρακαλούσε
τον Άη Νικόλα τον γείτονα της να της την φέρει πίσω και στη θέση της άς έπαιρνε
μια άλλη, άς έπαιρνε αυτήν.
Την άλλη μέρα αφού την έπλυναν με ανθόνερο της κιτρομηλιάς, της φόρεσαν την
καλή της άσπρη φορεσιά και στολισμένη σαν τη νύφη την έβαλαν στο άσπρο σεντούκι
ενώ το κλάμα σπαραχτικό ολονών ακουγόταν ως την κάτω γειτονιά.
Ύστερα την πήραν στην εκκλησιά και της έκαμαν την κηδεία. Η χαροκαμένη μάνα
όταν έσκυψε για τον τελευταίον ασπασμό, και ενώ σκυφτή από πάνω της την
αγκάλιαζε τη φιλούσε και την έκλαιγε, η πεθαμένη κόρη άνοιξε τα μάτια της σαν
να μην είχε πεθάνει, αλλά σαν να κοιμόταν.
Ήταν ένα μεγάλο θάμα που έκαμε ο Άη Νικόλας σκέφτηκε η μάνα, και χαρούμενη
μαζί με τους άλλους, κλαίγανε από χαρά, και δοξάζαν τον Θεό για το θαύμα που
είχε κάμει. Κι ενώ όλοι ήσαν μες την χαρά, η νεκραναστημένη κοπέλα τους
σταμάτησε και τους είπε να μην χαίρονται. Τους είπε ότι είχε πάει σε ένα μέρος
πολύ όμορφο όπου της άρεσε, και ήταν πολύ ωραία και καθόλου δεν ήθελε να
γυρίσει πίσω. Έμεινε λίγο διάστημα με έναν άγγελο τον Μιχαήλ Αρχάγγελο, ώσπου
ξαφνικά άκουσε μια φωνή θυμωμένη να λέει του αγγέλου που την συνόδευε ότι δεν
άκουσε καλά, δεν ήταν αυτή την Στασού που εννοούσε, αλλά την άλλη, στην κάτω
γειτονιά.
Σε λίγο έμαθαν ότι μια άλλη κοπέλα που την έλεγαν και αυτή Στασου, στην
κάτω γειτονιά, πέθανε ξαφνικά.
Ο Αρχάγγελος
έκαμε το θαύμα του
Ο Χ΄ Τσιυρκακός Σιαμμάς παντρεύτηκε την Μαρίκα και όταν αυτή απεβίωσε
παντρεύτηκε την Χ'' Λωξάνδρα. Έκαμε παιδιά τούς Χριστόδουλο Σιαμμά, τον Χαράλαμπο Σιαμμά, τον Τσιυπρή
και την Δεσποινού Κυρηνέα.
Ο Χριστόδουλος Σιαμμάς
κληρονόμησε από τον πατέρα του σχεδόν όλη την δυτική περιοχή της Χλώρακας.
Ανάμεσα στην περιουσία ήταν και η καυκάλλα που μέσα κτίστηκε το εκκλησάκι του
Αρχάγγελου Μιχαήλ, μια μεγαλη άγονη πετρώδη γη όπου εκεί έβοσκε τα πρόβατα του
κοπαδιού του. Λέγεται ότι το έκτισε ο ίδιος, αλλά δεν είναι επιβεβαιωμένο. Την
περισσότερη γόνιμη περιουσία την έδωσε προίκα στις κόρες του, έκαμε όπως
συνηθιζόταν παλιά, δηλαδή προίκισε τις κόρες περισσότερο από τους αρσενικούς απογόνους.
Την άγονη καυκάλλα με το
παρεκκλήσι την κληροδότησε στον γιο του Λεωνίδα Σιαμμά και αυτός στον γιό του
Γιώρκο Λεωνίδα Σιαμμά, άλλως Γιωρκούϊν ο οποίος συνέχισε το επάγγελμα του
πατέρα του. Έξω από το ξωκλήσι τα καλοκαίρια έστηνε μάντρα για να χωρίζει τα
ερίφια από τα πρόβατα. Είχε τον Άγιο Αρχάγγελο για Άγιο του, και πίστευε πολύ
σε αυτόν. Όταν μια φορά πίστεψε ότι συνέβη ένα θαύμα που έσωσε τη ζωή του γιου
του και του ίδιου, δώρισε το οικόπεδο με την εκκλησία στην κοινότητα της
Χλώρακας, ώστε να μπορούν όλοι οι κάτοικοι να προσκυνούν και να ανάβουν το
καντήλι στον θαυματουργό Άγιο:
Τον Μάρτη και τον Απρίλλη η θάλασσα ημερεύει και είναι ο καιρός που οι
ψαράδες ψαρεύουν αράδα, είναι η καλή εποχή τους. Όταν όμως η θάλασσα πει να
αγριέψει, είναι η πιο κακή εποχή τους, είναι που στα καλά καθούμενα και δίχως ο
καιρός να δείξει, αναταράσσουν τα νερά στα ξάφνου και στα γρήγορα, είναι οι
εποχή που η θάλασσα πνίγει τους καλούς ψαράδες. Πιότερη γαλήνη και ηρεμία δεν
ματάχει άλλους καιρούς, αλλά και το αντίθετο, έτσι που οι μεγάλες καιρικές μεταβολές που συμβαίνουν,
δίνουν αφορμή στη λαϊκή φαντασία να πλάθει μύθους, θρύλους, παροιμίες και
παραδόσεις, που αναφέρονται στα βασικά γνωρίσματά τους.
Μέχρι τα μέσα του Απρίλη θεωρείται επίσης ότι οι ξαφνικοί και ισχυροί
άνεμοι προξενούν ναυάγια και μέχρι τότε όσοι εχουν πλεούμενα προσέχουν δυο
φορές, ή αποφεύγουν να ταξιδεύουν. Παρόλα αυτά, με τον ερχομό του Μάρτη οι
ψαράδες βγαίνουν στη θάλασσα και ρίχνουν τα δίχτυα τους, είναι οι πιο καλές
εποχές που πιάνουν ψάρια.
Ο Κώστας Λεωνίδα ο καλός ψαράς του χωριού, αφού με τον πατέρα του τον
Γιώργο του Λεωνή όλη μέρα ξεκουράστηκαν, κατά τα μεσάνυχτα ανέβηκαν στη βάρκα
τους και ανοίχτηκαν στα βαθειά, προς τη μεριά της δύσης. Έριξαν τα δίχτυα τους,
και έγειραν πίσω να ξεκουραστούν, να περάσει η ωρα, νάρτει το ξημέρωμα για να
τα ξαναμαζέψουν.
Πήρε να χαράσσει, η θάλασσα ήταν όμορφη και γαληνεμένη, ο καιρός ήταν
πεντακάθαρος, τίποτα δεν έδειχνε ότι θα άλλαζε. Ξύπνησαν από το λαγοκοίμισμα
τους, πρόσεξαν μια άκρα ησυχία, είχε απανεμιά, τα νερά της θάλασσας ήταν
ακίνητα. Έμειναν να κοιτάζουν τον μακρινό ορίζοντα, και μια ανησυχία τους
κυρίευσε για την απόλυτη ησυχία του καιρού και της θάλασσας.
Αποφάσισαν να μαζέψουν τα δίχτυα και να επιστρέψουν. Αρχίνισαν το εργο, και
αφου τέλειωσαν, με ανακούφιση ετοιμάστηκαν για τον γυρισμό. Από το ακρωτήρι στο
Κερατί, ως τον κόλπο των Ποτίμων πήγαιναν καλά, και το φως είχε φέξει αρκετα…
Μα ξάφνου και απότομα, σκοτείνιασε ο ουρανός, και μια αστραπή φώτισε όλο
τον βαθύ ορίζοντα. Μια βουή ακούστηκε, η θάλασσα αγρίεψε και είδαν από τα βαθιά
του πέλαου να βγαίνει ένας ανεμοστρόβιλος που με ασύλληπτη ταχύτητα έτρεχε και
ερχόταν με πολλη βουή ολόισια πανω τους. Είχε σημάνει το τέλος το κατάλαβε,
ένιωσε την δύναμη του ανεμοστρόβιλου να τους αρπάζει και να τους σηκώνει ψηλά
στον ουρανό, έκαμε τον σταυρό του, έκλεισε τα μάτια και ήταν έτοιμος να
παραδοθεί στο Θεό. Ώσπου απότομα ένιωσε να σταματά η φόρα προς τα πανω, ένιωσε
την βάρκα να πέφτει με δύναμη στο κενό, να χτυπά με δύναμη στη θάλασσα, και
ύστερα τα δίχτυα με τα ψάρια μέσα να πέφτουν πανω τους και να τους σκουλλίζουν.
Έτσι ξαφνικά που ήρθε το κακό, έτσι ξαφνικά πέρασε και έφυγε, ήταν όλα όπως
πριν. Γύρισε και κοίταξε ανήσυχα τον πατέρα του να δει αν είναι καλά, τον είδε
πολύ γαληνεμένο και τον άκουσε να ευχαριστεί το Θεό. Ύστερα στράφηκε προς το
μέρος του και του είπε να ευχαριστήσει τον Αρχάγγελο Μιχαήλ που τους έσωσε, και
την άλλη μέρα να πάν να του ανάψουν το καντήλι. Του εξήγησε ότι την ωρα που
ήρθε ο κίνδυνος, γύρισε κατά την Χλώρακα που είναι του Αρχαγγέλου, και του
γύρεψε να τους γλυτώσει. Την ωρα που η άκρη του ανεμοστρόβιλου τους άρπαξε και
τους σήκωσε μαζί του, απότομα σταμάτησε τη φορά του, άλλαξε πορεία, έφυγε και
σβήστηκε στον ουρανό. Ο Μιχαήλ Αρχάγγελος είχε κάμει το θαύμα του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου