Η απόδειξη της ύπαρξης του Θεού ήρθε σε μένα με τη
μορφή ανθρώπων, ίσως Αγγέλων, με τρόπο εμπειρικό και αδιαφιλονίκητο τέτοιο,
ώστε να μαρτυρώ θριαμβευτικά, όχι θεωρητικά και συλλογιστικά, αλλά μαρτυρώντας
γεγονότα που συνέβησαν σε μένα τον ίδιο.
Ήταν χρόνια δύσκολα πριν τον πόλεμο του΄74, ήταν
αναδουλειές, έτσι έφυγα και ξενιτεύτηκα, πήγα στα καράβια. Κάθε που πιάναμε
Ελληνικό λιμάνι, ή κάθε που ξεμπαρκάριζα επισκεπτόμουν έναν κουμπάρο μου που
σπούδαζε στον Πειραιά. Ήταν το σπίτι που νοίκιαζε στα Πετράλωνα σε μια πάροδο
δίπλα από μια εκκλησία και απέναντι από ένα γραφείο κηδειών. Το μπαλκόνι του
υπνοδωματίου χωριζόταν από τους πεθαμένους μόνο λίγα μέτρα, τόσο όσο το πλάτος
που είχε το στενό δρομάκι. Ήταν ένα γραφείο πολυάσχολο και μέρα νύχτα βλέπαμε
τους ψυχρούς ανθρώπους χωρίς να νοιάζονται που ήσαν θέαμα στους άλλους
ανθρώπους να ασχολούνται με το φτιασίδωμα των πεθαμένων, τους έφτιαχναν και
τους στόλιζαν για το στερνό τους ταξίδι. Είδα πολλά, είδα νιούς και γέρους,
είδα συγγενείς πλούσιους και φτωχούς να κάνουν κηδείες ταπεινές ή λαμπερές.
Είδα στο θάνατο να υπάρχουν διακρίσεις. Ένιωσα να είναι άδικο, ήξερα ότι οι άνθρωποι
στο θάνατο είναι ιδιοι, έτσι μας έλεγαν στα σχολεία και έλεγα,
-μα δεν υπάρχει Θεός να δει τις παραξενιές των
ανθρώπων;
Είδα και άλλα πολλά στις μεγάλες πόλεις του κόσμου,
είδα πολλές κακές συμπεριφορές ανθρώπων. Ήμουν νέος και είδα πολλά άδικα να
συμβαίνουν, η αντίδραση μου ήταν να καταλήξω να μην πιστεύω ότι υπάρχει θεός,
πίστεψα ότι Παράδεισος και Κόλαση ήταν πανω στη γη. Έτσι για όλα αυτά κατεληξα
ενας άσωτος, προσπαθούσα εις βάρος άλλων να κερδίζω χρήματα, και ήμουν πολύ
καλός σε αυτό. Δεν πήγαινα στις εκκλησιές. Από μέσα μου έλεγα σ αυτές πάνε οι αργόσχολοι
και οι συγγενείς των πεθαμένων όταν υπάρχουν μνημόσυνα. Πήγαινα μόνο κάποτε για
το θεαθήναι όταν ήταν μεγάλες γιορτές, αφού έτσι θέλουν τα έθιμα και η κοινωνία
μας.
Περνούσε ο καιρός, οι επιχειρήσεις μου πήγαιναν καλά
και η ζωή μου καλύτερα. Ήμουν ένα επιτυχημένος έμπορος, είχα πολλά χρήματα,
αλλά μάζευα και άλλα, πολλές φορές εις βάρος των άλλων ανθρώπων.
Μια μέρα πέθανε ένας στενός μου συγγενής στη Λεμεσό,
το πολυτελές αυτοκίνητο μου ήταν στο μηχανικό, έτσι δανείστηκα ένα άλλο και από
την Πάφο ξεκίνησα να πάω στην κηδεία. Ήταν το αυτοκίνητο λίγο στενάχωρο και
χαμηλής ιπποδύναμης, είπα από μέσα μου, τυχερός εγώ που είχα πολλά χρήματα και
είχα σπουδαίο αμάξι. Στο δρόμο έξω από την Επισκοπή συνάντησα ένα ατύχημα με
αυτοκίνητα, έτσι λοξοδρόμησα και πήρα το δρόμο του Τραχωνίου σκεφτόμενος ότι αν
τα αυτοκίνητα ήταν Ευρωπαϊκής κατασκευής, σίγουρα δεν θα υπήρχαν σκοτωμένοι,
αλλά ίσως οι άνθρωποι δεν ήσαν πλούσιοι σαν εμένα, έτσι αγόρασαν Γιαπωνέζικα
φτηνά αυτοκίνητα. Και ήμουν ευχαριστημένος γιατί είχα πολλά χρήματα και είχα
σπουδαίο αυτοκίνητο που αντέχει στα τρακαρίσματα.
Σαν έφτασα λίγο πριν τη πόλη, σε ένα γεφύρι συνάντησα
δυο ανθρώπους που έκαναν ωτοστόπ. Σταμάτησα και τους πήρα μαζί μου. Ήσαν
ντυμένοι με απλά ρούχα, και είχαν μορφές συμπαθητικές και ευγενικές. Στο μπροστινό
κάθισμα του συνοδηγού υπήρχαν διάφορα πραγματα, έτσι κάθισαν στο πίσω κάθισμα
και οι δύο. Γυρίζει ο ένας και αποκαλώντας με με το όνομα μου, με ρώτησε πως
είναι στην Πάφο. Σκέφτηκα μήπως γνωριζόμασταν και δεν τον θυμόμουν. Μου λέει ο
άλλος, -μην στενοχωριέσαι, ο ξάδερφος σου πήγε σε έναν άλλο κοσμο καλύτερο.
Υπολόγισα μήπως κατάλαβαν από το στενάχωρο πρόσωπο μου ότι πήγαινα σε κηδεία.
Συνεχίζει ο άλλος να μου, λέει -δεν κατάφεραν να ζήσουν, πέθαναν και οι δυο στο
δυστύχημα. Σκέφτηκα μήπως το πληροφορήθηκαν τηλεφωνικώς. Ενώ συνέχιζαν να μου
μιλούν, εγώ διερωτόμουν μήπως υπηρχε κάτι παράλογο και τα ήξεραν όλα, αφου δεν
θυμόμουν να τους γνωρίζω. Στη συνέχεια μου λέει ο ένας να μην ανησυχώ για το
αυτοκίνητο μου, διότι η ζημιά που είχε ήταν μικρη. Σκέφτηκα δεν έπρεπε να
γνωρίζουν για το χαλασμένο αυτοκίνητο μου, και απορημένος τους κοίταξα μέσα από
τον καθρέπτη του οδηγού για να τους ρωτήσω ποιοι είναι και πως τα ξέρουν. Και
τι βλέπω, δύο φωτοστέφανα υπήρχαν πάνω από τα κεφάλια τους που με θάμπωναν.
Σαστισμένος ακούω τον άλλο να μου λέει, εσύ νομίζεις πως δεν πιστεύεις στο Θεό,
όμως κατά βάθος μέσα σου, έχεις πίστη σε αυτόν. Κατάλαβα ότι δεν είχα να κάνω
με συνηθισμένους ανθρώπους… Συνέχισαν μιλώντας μου για την ζωή μου
ολόκληρη, για τον άσωτο μου βίο, και για άλλα πολλά. Τους άκουγα συγκινημένος,
σίγουρος ότι ήσαν Άγγελοι του ουρανού, απεσταλμένοι του Θεού, που με
προειδοποιούσε. Σε κάποιο σημείο μου είπαν να σταματήσω για να κατεβούν.
Σταμάτησα και κατέβηκα βιαστικά να τους ανοίξω τις πόρτες, άνοιξα την πρώτη
πόρτα και έσκυψα μέσα… Τα καθίσματα, ήσαν άδεια!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου