Η παραγωγή ζάχαρης
άρχισε στην Κύπρο πριν αρχίσουν οι Πορτογάλοι να εξερευνούν την Αφρικανική
ακτή. Η καλλιέργεια ζαχαροκάλαμου είχε τη προέλευση της από τους Άραβες κατακτητές
το 12ο αιώνα. Αργότερα οι
Ιταλοί έμποροι και οι τοπικοί κυβερνήτες χρησιμοποίησαν σκλάβους και ελεύθερους
εργάτες για να παραγάγουν τη ζάχαρη. Οι φυτείες βρίσκονταν συνήθως στις αγροτικές περιοχές
της Επισκοπής Λεμεσού, των Κουκλιών, της Αχέλλειας, μέχρι την Χλώρακα, Έμπα και
Λέμπα.
Χρησιμοποιούσαν
σκλάβους, κυρίως Αφρικανούς τους οποίους έφερναν από την Κεντρική Αφρική μέσω
του λιμανιού της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου και ύστερα στο λιμάνι της Λάρνακας
κάποτε και της Πάφου. Τις νεαρές όμορφες γυναίκες τις χρησιμοποιούσαν στα
σπίτια τους οι πλούσιοι τσιφλιτσικάδες Ενετοί και Κύπριοι ως δούλες, στην
πραγματικότητα ως μετρέσες. Έτσι είχαν ξεκινήσει τα χαρέμια οι Τούρκοι όταν
αργότερα κατέλαβαν την Κύπρο, αντιγράφοντας τις συνήθειες των πλούσιων Κυπρίων.
Στα Παλιόκαστρα ανάμεσα της Πάφου και της Χλώρακας, όλη η παραλιακή εύφορη
πεδιάδα ήταν ιδιοκτησία της Ρήγαινας.
Μια φορά που
ήρθε στην Κύπρο ο Διγενής Ακρίτας κυνηγώντας ένα Σαρακηνό εχθρό του Βυζαντίου ,
είδε την Ρήγαινα και την αγαπησε. Της ζήτησε να τον παντρευτεί, και κατά πως
λέει ο μύθος, η Ρήγαινα θέλοντας να αποφύγει την παντρειά μαζί του, του έβαλε
όρο να έκτιζε ένα μεγάλο αυλάκι που θα έφερνε νερό από τα λουτρά του Άδωνη στα
Παλιόκαστρα, πιστεύοντας πως δεν θα τα κατάφερνε.
Ο Διγενής
δέχτηκε, και ζήτησε από τη Ρήγαινα να του δώσει εργάτες για να κτίσει το
αυλάκι.
Στο λιμάνι της Πάφου ήταν αγκυροβολημένο ένα πλοίο γεμάτο σκλάβους,
ιδιοκτησία ενός Αιγύπτιου Άραβα που τους έφερε να τους πουλήσει στους
τσιφλικάδες της Γεροσκήπου. Η Ρήγαινα του έστειλε μαντατοφόρο και τον κάλεσε.
Του πρόσφερε όλη την παραλιακή γη στην περιοχή των Ροαφινών της Χλώρακας που
έφτανε ως το σημερινό εκκλησάκι του Αϊ Νικόλα και ανήρχετο σε έκταση 500
σκαλών, αν δεχόταν να δώσει τους σκλάβους στο Διγενή.
Ο Άραβας δέχτηκε να τους δώσει να δουλέψουν ώσπου να τελειώσει το αυλάκι
και ύστερα σάλπαρε για την Αίγυπτο όπου φόρτωσε τα υπάρχοντα του στο πλοίο και
με την οικογένεια επέστρεψε πίσω και εγκαταστάθηκε στην Χλώρακα.
Έστησε το σπιτικό του σ ένα ψήλωμα για να μπορεί να επιβλέπει την περιουσία
του, έβαλε σκλάβους και έσκαψαν τεράστια λαγούμια στην περιοχή του Αϊ Νικόλα
και δεν τους άφησε να σταματήσουν, παρά μόνο όταν έσκαψαν πολλά μίλια μέσα στη
γη, ώσπου βρήκαν νερό αστείρευτο.
Εγινε ένας πλούσιος τσιφλικάς, καλλιεργούσε ζαχαροκάλαμο, κάνναβη, είχε
στρατιές προβάτων και σκλάβων βοσκών που τα πρόσεχαν, είχε και μικρές νέγρες
υπηρέτριες να τον περιποιούνται και να τον ευχαριστούν.
Πέρασαν πολλά χρόνια, κάπου στα μέσα του 12ου αιώνα, ένας από
τους απογόνους του, ο νέος αφέντης, είχε στο υπηρετικό του προσωπικό μια νέγρα
παιδούλα δούλα, που της είχε μεγάλη αδυναμία, πολλή αγάπη, και δίχα της δεν
μπόραγε. Της μικρής δούλας της άρεσε να πηγαίνει σεργιάνι στις ακτές της
θάλασσας να μαζεύει κρίνα του γιαλού και αγριοματσικόριδα. Ήταν οι ακρογιαλιές
έρημες, δεν είχε κόσμο, έτσι τα καλοκαίρια μες την πολλή τη ζέστη, καμιά φορά η
παιδούλα έβγαζε τα ρούχα της και βουτούσε στα καταγάλανα νερά της θάλασσας στον
κόλπο των Ροαφινιών. Μια μέρα που κολυμπούσε γυμνή, είδε τα κάλλη της ένας
έμπορος σκλάβων που είχε αράξει το μικρό του καΐκι στον διπλανό κολπίσκο, στο
Δήμμα, και σκέφτηκε ότι ήταν πολύ όμορφη, και θα μπορούσε να την πουλήσει πολύ
ακριβά. Την έκλεψε, την αλυσόδεσε, και την έριξε στο αμπάρι, και σάλπαρε για το
νότο, και χάθηκε μεσα στο πούσι και τη νοτιά…
Όταν η ώρα πέρασε χωρίς η δούλα να επιστρέψει στο κονάκι της, ο αφέντης της
γεμάτος ανυσηχία μήπως έπαθε κάτι, έστειλε τους μισταρκούς με δάδες μέσα στην
νύχτα να την βρούν. Τους διέταξε να μην επιστρέψουν αν δεν την βρούν, και αυτός
περίμενε γεμάτος αγωνία, όλο το βράδυ, ως το πρωί.
Η ωρα πέρναγε, είδηση δεν έφτανε καμία, φόβοι τον έζωναν για το χειρότερο.
Με το ξημέρωμα έβγαλε φιρμάνι που ο τελάλης το φώναξε σε όλα τα γυρω χωριά και
έδιδε μεγάλη αμοιβή σε όποιον έφερνε μαντάτα.
Κατά το μεσημέρι άρχισαν να καταφθάνουν σκόρπιες πληροφορίες, έμαθαν από
βοσκούς της περιοχής ότι ένας έμπορος σκλάβων πέρασε από τα μέρη.
Ο πλούσιος αφέντης ήταν σίγουρος πλέον ότι έχασε την αγαπημένη του δούλα,
μαράζωσε πολύ, και όλοι δεν πίστευαν την τόση αγάπη του για μια σκλάβα. Είναι
όμως ο έρωτας μεγάλο πράγμα, και όποιος πέσει σ αυτόν, γνωρίζει βάσανα πολλά.
Έτσι και ο ερωτευμένος νέος αφέντης έπεσε σε μεγάλο μαράζι, δεν έτρωγε, οι
μέρες περνούσαν, είχε σαλέψει το λογικό του, και κάθε μέρα, όλη μέρα, στεκόταν
στην άκρη του γκρεμού, και αγνάντευε τα βάθη του ορίζοντα της θάλασσας μήπως
δει την καλή του να επιστρέφει, και έκλαιε μέσα του απαρηγόρητα και ήταν ο
πόνος του τόσο μεγάλος, που οι κάτοικοι στην γύρω περιοχή, πίστεψαν ότι
τρελάθηκε, και όλοι τον συνερίστηκαν γιατι ήταν ενας ευσπλαχνικός, δίκαιος και
καλός άνθρωπος…
Ήταν ένας καλόγερος Χριστιανός που ασκήτευε σε μια σπηλιά μέσα σ ένα βουνό
λίγο πιο πάνω από την Χλώρακα προς τη μεριά της Τάλας, μια νύχτα ήρθε
στον ύπνο του ο Άγιος Νικόλαος ο προστάτης της θάλασσας, και του φανέρωσε ότι
άν ο πλούσιος μικρός αφέντης που ήταν Μουσουλμάνος έκανε γιορτή και δέηση στο
Χριστό, η θάλασσα θα του έφερνε πίσω τη δούλα. Έτσι πρωί με το πουρνό,
κατηφ’οτησε και πήγε ο καλόγερος στον μικρό αφέντη και του ορμήνεψε τι να
κάμει. Δεν δέχτηκε ο αφέντης, αρνήθηκε να κάνει δέηση Χριστιανική αφού ήταν
πιστός θρησκευόμενος Μουσουλμάνος.
Την επόμενη ο καλόγερος ξανα είδε το ίδιο όνειρο, και ξανά την μεθεπόμενη.
Ξανακατέβηκε τη ράχη του βουνού, πάει τον ξανα βρίσκει, και του εξηγά ότι είναι
το θέλημα του Θεού, έπρεπε να υπακούσει…
Υπάκουσε το λοιπόν ο αφέντης, έκαμε δέηση και γιορτή, και ύστερα έκατσε
αντάμα με τον ερημίτη στην άκρια του γκρεμού και έβλεπαν κατά τον νότο, εκεί
που τέλειωνε η θάλασσα , ελπίζοντας να γίνει το θαύμα.
Πέρασε κάμποση ώρα, ήρθε το απόγιομα, πρόσεξαν τον ουρανό στο νότο να
νοτιάζει, να μαζεύει πούσι και να σκοτεινιάζει. Είδαν τη θάλασσα να φουσκώνει
και να τρικυμίζει, και εκστασιασμένοι κοίταζαν και ανέμεναν το θαύμα του Θεού.
Όταν ο ορίζοντας καθάρισε, είδαν μέσα στους αφρούς των φοβερών κυμάτων που
έσκαγαν πάνω στις ξέρες του Φερφουρή λίγο πιο πέρα από τον κόλπο των Ροαφινιών,
το καΐκι του Άραβα πειρατή σφηνωμένο πάνω στις ξέρες. Η μεγάλη τρικυμία το
έστρεψε πισω, και τα μεγάλα κύματα το παρέσυραν και το έριξαν στις ξέρες του
Φερφουρή.
Είχε κάμει το θαύμα του ο Άγιος Νικόλαος, έριξε το σκάφος του εμπόρου των
σκλάβων έξω στη στεριά.
Μονομιάς πήγαν οι άνθρωποι του αφέντη, ανέβηκαν στο καΐκι και συνέλαβαν
τους πειρατές και ελευθέρωσαν την κόρη.
Ευχαριστημένος ο μικρός αφέντης, ασπάστηκε το δικό μας Θεό, βαφτίστηκε
Χριστιανός, και έκτισε ένα μικρό ξωκλήσι προς τιμήν του Αϊ Νικόλα πανω στο
ύψωμα, εκεί που στάθηκαν και αγνάντεψαν τον ορίζοντα της θάλασσας ώσπου εγινε
το θαύμα.
Η γιορτή του Άη Νικόλα
Κάθε
6 Δεκεμβρίου γιορτάζουμε τον Άγιο Νικόλαο, τον Άγιο της γης και του
πελάγου, που φέρνει βροχές στα βουνά και φουρτούνες στα πελάγη, διότι ο Άγιος
Νικόλας πέρα από άρχοντας της θάλασσας, είναι και του χειμώνα. Γι αυτό, συνήθως τη μέρα της μεγάλης γιορτής του, φέρνει
βροχές στη Χλώρακα, φέρνει το Χειμωνα.
Ο Άγιος Νικόλαος είναι κύριος
των ανέμων και της τρικυμίας. Γι' αυτό πολλές είναι οι προσφορές, οι λιτανείες,
και οι παρακλήσεις των ναυτικών μας σ' αυτόν. Η εικόνα του δε λείπει από κανένα
ελληνικό πλοίο, μεγάλο ή μικρό. Από τα κόλλυβα που στέλνουν στην εκκλησία την
ημέρα του αγίου Νικολάου, παίρνουν μαζι τους πολλοί θαλασσινοί όταν
ταξιδεύουν. Αν τους πιάσει τρικυμία τα σκορπούν στη θάλασσα και λέγουν:
Άι-Νικόλα μου, και πάψε την οργή σου! Και αμέσως παύει η τρικυμία.
Πιστεύουν
και ότι άμα ρίξουν στη θάλασσα από τα
κόλλυβα του αγίου Νικολάου και βυθίσουν στη θάλασσα και την εικόνα του, αμέσως
θα πνεύσει ο άνεμος, που έχουν κατά νου.
Για τους Έλληνες ο Άγιος Νικόλας
δεν είναι μόνο ο ονομαστός μητροπολίτης των Μύρων της Μ. Ασίας, αλλά και
κάποιος που ασκούσε το επάγγελμα του θαλασσινού. Ως καραβοκύρη παριστάνουν τον
άγιο και οι αγιογράφοι. Σύμφωνα με τις λαϊκές παραδόσεις τα ρούχα του είναι
πάντοτε βρεγμένα απ' την άρμη, τα γένεια του στάζουν θάλασσα, το μέτωπό του
είναι ιδρωμένο απ'την προσπάθεια να προφτάσει παντού, να βοηθήσει τα καράβια
που θαλασσοπνίγονται. Πάρα πολλές είναι οι διηγήσεις για τα θαύματά του.
Σώζονται ορισμένες παραδώσεις
που δεικνύουν την ξεχωριστή θέση που κατείχε ο άγιος τούτος στην ψυχή του λαού
μας.
Μια
ιστορία λέει ότι στο αρχαίο παρεκκλήσι του Αϊ
Νικόλα στη Χλώρακα που στέκει στην άκρη ενός γκρεμμού, οι κάτοικοι έκτιζαν
τοίχο για να προστατεύονται τα παιδιά τους όταν πήγαιναν να λειτουργηθούν. Αλλά
όπως το γιοφύρι της Άρτας, έτσι και τούτο, το βράδυ χαλούσε. Οι κάτοικοι σε μια
πεισματική συμπεριφορά τους, ολημερίς το έκτιζαν, αλλά το βράδυ γκρεμιζόταν.
Ώσπου στο τέλος κατάλαβαν ότι το χαλούσε ο Άγιος γιατί ήθελε να έχει θέα
ολόκληρη τη θάλασσα. Από εκείνο τον καιρό, αντί για τοίχο, τοποθέτησαν κάγκελα,
και τώρα ο Άγιος έχει απρόσκοπτη θέα, ταυτόχρονα τα παιδιά οταν παίζουν στην
αυλή του προστατεύονται να μην πέφτουν στο γκρεμμό.
Ο Κυριάκος Μαυρονικόλας είναι 84
χρονών και ισχυρίζεται ότι θυμάται από μικρό παιδί πάνω στη στέγη του Αϊ Νικόλα
είναι βλαστημένο ένα άγριο σκόρδο που συνεχίζει να βλαστά κάθε χρόνο αυτό μόνο
του στην άκρια μέσα σε μια σχισμή πέτρας, λέγοντας ότι χαρίζει στους
προσκηνιτές του ξωκκλησιού υγεία, ευτυχία, ειρήνη, καλή τύχη, και πλούσια ελέη.
Ο
Κυριάκος Μαυρονικόλας λεει ότι τον καιρό του αγώνα με τους Εγγλέζους, πριν
συλληυθεί από τους αποικιοκράτες το πλοίο που έφερνε τα όπλα στη Χλώρακα για
την προετοιμασία του αγώνος της ΕΟΚΑ, ρώτησε τον καπετάνιο Ευάγγελο Κουταλιανό
πως εύρισκε με τόση μεγάλη ευκολία κάθε φορά μέσα στο απόλυτο σκοτάδι τον όρμο
οπού ξεφόρτωνε τα όπλα. Και αυτός του απάντησε ότι
-εκεί ψηλά πάνω στο γκρεμμό της
Χλώρακας έχει ένα εκκλησάκι που ανάβει ολονυχτίς ένα καντήλι. Με οδηγό τούτο το
φως, βάζω ρότα και βρίσκω τον όρμο ανάμεσα στα επικίνδυνα βράχια.
Περίεργος ο Κυριάκος
Μαυρονικόλας, την επόμενη νύχτα, πήγε στον Άϊ Νικόλα να δει από πού έβγαινε το
φως αφού οι πόρτες του ναού τις νύχτες ήταν κλειστές. Και πράγματι είδε το φως
του καντηλιού να βγαίνει από την τρύπα που σχηματιζόταν από ένα ζάρι σε ένα
βολίκι του ταβανιού που προεξείχε από τον τοίχο.
Η επόμενη ιστορία λέει ότι πάνω στη ράχη της βουνοπλαγιάς στη νότια μεριά του χωριού, ήταν μια σπηλιά που ονομάζετουν η Σπηλιά του λεονταριού, γιατί σε αυτή κατοικούσε τον παλαιόν καιρό ένα φοβερό λεοντάρι που έφερνε μεγάλη καταστροφή γύρω. Απ'αυτό εμποδίζονταν οι χριστιανοί να πηγαίνουν στην εκκλησιά του αγίου Νικολάου, που ήταν εκεί κοντά. Και η εκκλησιά έμενε έρημη και αλειτούργητη πολλά χρόνια.
Όταν μια φορά, την παραμονή του
αγιού Νικολάου, εφάνη ο άγιος σε πολλούς χωριάτες στον ύπνο τους και τους είπε
να πάνε το πρωί άφοβα στην εκκλησιά. Και πραγματικώς επήγαν. Το λεοντάρι, όταν
μαζεύτηκαν στην εκκλησιά, όρμησε κατά πάνω τους να τους φάγει. Αλλά μόλις
έφτασε μπροστά στην εκκλησιά, βγήκε από μέσα ο άγιος και το χτύπησε δυνατά και
το μαρμάρωσε.
Ήταν περίπου λίγο ύστερα από τα μεσάνυχτα και οδηγούσε το αυτοκίνητο του
επιστρέφοντας από τη δουλειά. Έξω από την πόλη του Κτημάτου βλέπει κάποιον να
του κάνει οτοστόπ, σταματά, ανοίγει την πόρτα ένας γέρος και μπαίνει μέσα.
Του ζήτησε να τον πάρει ως παρακάτω, και του είπε ότι είναι καλός άνθρωπος,
γιατί ήταν ο μόνος που σταμάτησε να τον μεταφέρει. Για να τον ευχαριστήσει του
έδωσε δυό μικρές μαύρες πέτρες και του είπε να τις κλείσει στο χέρι και ύστερα
να το ανοίξει. Όταν ο οδηγός άνοιξε το χέρι, οι μαύρες πέτρες είχαν γίνει
άσπρες, και ο γέρος του είπε να προσέχει από δυο κακά που θα τον βρουν.
Σκέφτηκε ότι θα ήταν κάποιο τρικ, δεν έδωσε σημασία.
Κοντά στο ξωκκλήσι του Άη Νικόλα ο άγνωστος του έγνεψε να σταματήσει,
κατέβηκε από το αυτοκίνητο και περπατητός χάθηκε στο σκοτάδι.
Προχωρώντας προς το σπίτι του ο οδηγός, σκέφτηκε ότι η κατεύθυνση που πήρε
ο άγνωστος γέρος ήταν προς τη μεριά του νεκροταφείου, και από εκείνη τη μεριά
δεν υπήρχαν σπίτια, αλλά ήταν μια άγρια και δύσβατη περιοχή. Σκέφτηκε μήπως
είχε αρτηριοσκλήρωση και στενοχωρήθηκε μήπως χαθεί. Ένιωθε ανήσυχος όλη νύχτα,
δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι, μόλις
χάραξε το φως μπήκε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε να ψάξει να τον βρει. Έψαξε
κάμποσο, χωρίς αποτέλεσμα. Κατέβητε στο νεκροταφείο να κοιτάξει και εκεί, οπότε
σε έναν τάφο πάνω σε ένα σταυρό, βλέπει την φωτογραφία του γέρου που συνάντησε
τα μεσάνυχτα. Ήταν σίγουρα ο ίδιος, διότι είχε σχήμα και χαρακτηριστικά το
πρόσωπο του που ξεχώριζαν.
Σκέφτηκε ότι ήταν προειδοποίηση από τον Άη Νικόλα που ήταν εκεί το ξωκλήσι
του, οπότε αποφάσισε να προσέχει για τα δυο κακά που του είπε ο γέρος.
Την επόμενη μέρα έκανε ασφάλεια για το σπίτι του και ακόμα άρχισε να κάνει
προληπτικούς ελέγχους για την υγεία, ενώ ήταν προσεκτικός με τη δουλειά του.
Ύστερα από λίγο καιρό, πυρκαγιά ξέσπασε σε γειτονικό οικόπεδο, επεκτάθηκε
και το σπίτι του κάηκε ολοσχερώς. Φάνηκε τυχερός, αποζημιώθηκε από την
ασφάλεια.
Ύστερα από κάμποσο καιρό, σε ένα προληπτικό έλεγχο υγείας ο γιατρός βρήκε
πανω του κακοήθη καρκίνο, ήταν όμως στα πρώτα στάδια, με εγχείρηση έγινε καλά.
Το σταμνί με το νερό (5/4/2011).
Ύστερα από το
πραξικόπημα της Χούντας των Αθηνών στη Κύπρο, ακολούθησε στις 20 Ιουλίου
1974 η τουρκική εισβολή η οποία προκάλεσε μεγάλες καταστροφές. Ήταν χιλιάδες οι
νεκροί και οι αγνοούμενοι και δεκάδες χιλιάδες οι Έλληνες Κύπριοι που έγιναν
πρόσφυγες στον ίδιο τον τόπο τους. Η Πάφος βομβαρδίστηκε κατά τη διάρκεια της
εισβολής από τα τουρκικά αεροπλάνα αδιακρίτως. Έγιναν μάχες σε πολλές περιοχές
της Πάφου ανάμεσα στους Ελληνοκυπρίους και τους Τουρκοκυπρίους. Οι κάτοικοι
έντρομοι από τους φοβερούς βομβαρδισμούς των αεροπλάνων κλείδωναν τα σπίτια
τους και κατέφευγαν στις γυρω περιοχές σε φυσικές κρυψώνες για να προφυλαχτούν.
Ο στρατός όρισε περιπολίες σε όλα τα χωριά ώστε να φυλάσσονται τα άδεια σπίτια
από λεηλασίες.
Εκείνες τις μέρες ένας δάσκαλος έφεδρος στρατιώτης από τη Χλώρακα ο Κώστας,
υπηρετούσε στο στρατό. Ένα σκοτεινό βράδυ είχε περιπολία με σύντροφο έναν άλλο
χωριανό του τον Κακή, στο χωριό Κονιά. Ήταν μια μαύρη νύχτα με πηχτό σκοτάδι,
στεγνό, θαρρείς ξεραμένο χωρίς αέρα. Ο στρατός κοιμόταν στα τσαντίρια κάτω στο
κάμπο με το κόκκινο χώμα, στα χωράφια του κάνω Κτημάτου. Οι δυο σύντροφοι στην
ολονύχτια βάρδια τους ήταν ποσταμένοι και αποκαμωμένοι απο το αδιάκοπο
ξαγρύπνισμα. Από το πολύ περπάτημα και απο την κούραση εκείνο το βράδυ έσερναν
τα πόδια τους και η δίψα τους στέγνωνε τα χείλη. Ο Κακής ήταν σκληρός, ήταν
εργάτης στις οικοδομές, βάσταναν οι αντοχές του. Ο Κώστας ήταν δάσκαλος, ήταν
καλομαθημένος, τα πόδια του δεν τον έσωναν και η μεγαλη δίψα τον σκότωνε, δεν
άντεχε άλλο. Η μιλιά του δεν έβγαινε, είχε πισσώσει στο στόμα του. Ήταν ένα
απάνθρωπο πράμα νάναι ολότελα διψασμένος και όμως να περπατά ολάκερες ώρες
φορτωμένος με ντουφέκι και σφαίρες και ένα ασήκωτο γομάρι το γυλιό του
στην πονεμένη του ράχη. Και το παγούρι ήταν άδειο. Τα άρβυλλα τού έκοβαν
τα πόδια που είχαν πρηστεί, δεν άντεχε άλλο. Όλη μέρα βάρδια στο στρατόπεδο να
προσέχουν τους αιχμαλώτους, όλη νύχτα βάρδια να προσέχουν τα άδεια σπίτια στο
χωριό. Και το νερό είχε τελειώσει. Έψαξαν σε όλο το χωριό, ήταν παντού
κλειδωμένα, έψαξαν όλες τις βρύσες, ήταν όλες στερεμένες. Ο σύντροφος του τού
έδινε θάρρος, αλλά αυτός δεν άντεχε. Ήθελε να ξαπλώσει στο χώμα και να
παραδοθεί στη κούραση του και στη μεγαλη του δίψα. Να κλείσει τα μάτια κι ας
πέθαινε, δεν τον ένοιαζε, ήθελε μόνο να γλυτώσει από το μαρτύριο της δίψας.
Το μυαλό του πάγωσε, δεν βοηθούσε στη σκέψη, έτσι ευκολότερα πήρε την
αποφαση του, ήταν μια σκέψη που του άρεσε, ήταν μια σκέψη να πέσει να ξαπλώσει,
να γύρει και να κοιμηθεί, κι ας μην ξημέρωνε ποτέ, ας του φεύγε η ψυχή, δεν τον
ένοιαζε, ήθελε μονο να ξεκουραστεί. Έπεσε στα γόνατα, ακούμπησε το χέρι στο
χώμα και σιγομουρμουρίζοντας λόγια που δεν έβγαιναν από τα χείλη του,
αποχαιρέτησε τον φίλο του. Έπεσε χάμω ξάπλωσε, θυμάται έγειρε το κεφάλι του σε
μια πέτρα για μαξιλάρι. Έμεινε ακίνητος μη ακούοντας τις παραινέσεις του φίλου
του να σηκωθεί να προχωρήσουν. Μισοαναίσθητος και με τις αισθήσεις του να
υπολειτουργούν, μόλις που πρόλαβε να κάμει μια προσευχή στον Άγιο Νικόλα τον
γείτονα του που είχε το εκκλησάκι του κοντά στο σπίτι του, τον παρακάλεσε να
κάμει ένα θαύμα, να του στείλει ένα σταμνί γεμάτο δροσερό νερό και αυτός θα του
άναβε μια λαμπάδα ίσαμε το μπόι του..., και έχασε τις αισθήσεις του.
Ύστερα από λίγη ώρα ένιωσε να συνέρχεται, ήταν απο μια δροσιά που
ένιωθε στο σβέρκο του, νόμισε ήταν η δροσιά της πέτρας που είχε για μαξιλάρι.
Άκουσε τον φίλο του δίπλα να ρωτά πως αισθάνεται, και του άπλωσε το χέρι.
Ακούμπησε στην πέτρα που καθόταν και την ένιωσε ζεστή. Μέσα στην αποχαύνωση του
κατάλαβε ότι δεν γίνεται η μια πέτρα να είναι ζεστή και η άλλη δροσερή. Έμεινε
για λίγο σκεφτικός, και ύστερα πασπάτεψε την πέτρα. Την ακούμπησε και την
ένιωσε να είναι στρογγυλεμένη και υγρή. Σε απειροελάχιστα του δευτερολέπτου ο
νους του στράφηκε στην προσευχή που έκαμε στον Αι Νικόλα, και μια χαρά τον
πλημμύρισε, ήξερε ότι εγινε το θαύμα. Πασπάτεψε ξαλά, δεν ήταν πέτρα, ήταν ένα
σταμνί γεμάτο νερό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου